- επιστήριγμα
- το опора; подпорка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐπιστήριγμα — support neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστήριγμα — το (Α ἐπιστήριγμα) [επιστηρίζω] στήριγμα επάνω στο οποίο στηρίζεται κάτι … Dictionary of Greek